ουρίς

ουρίς
οὐρίς, -ίδος, ἡ (Α)
δοχείο για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + επίθημα -ίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οὐρί — οὐρίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμπουρις — λάμπουρις, ιδος, ἡ (Α) 1. η αλεπού 2. (δ. γρφ. τού λαμπυρίς) η πυγολαμπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λάμπρ ουρις, με ανομοίωση, < λαμπρός + οὐρά] …   Dictionary of Greek

  • οξυουρίς — η, και οξύουρος, ο ζωολ. γένος νηματωδών παρασιτικών σκωλήκων τής τάξης οξύουροι, που προκαλούν την οξυουρίαση, αλλ. εντερόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxyuris (< οξυ * + ουρίς < ουρά). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”